Τί είναι η δυσανεξία στη λακτόζη;
Πρόκειται για μη πλήρη πέψη της λακτόζης στο λεπτό έντερο λόγω έλλειψης ή μειωμένης συγκέντρωσης του ενζύμου λακτάση. Η λακτόζη είναι το σάκχαρο που περιέχεται στο μητρικό και αγελαδινό γάλα και είναι σημαντικό για την απορρόφηση του ασβεστίου. Όταν η λακτόζη δεν διασπάται από τη λακτάση στο λεπτό έντερο, περνάει στο παχύ έντερο όπου τα βακτηρίδια του εντέρου τη διασπούν και μετά από ζυμώσεις παράγονται αέρια που διατείνουν το έντερο, γίνεται όσμωση νερού και διάρροια και το παιδί εμφανίζει συμπτώματα.
Ποιά είναι τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη;
Τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι αέρια, μετεωρισμός κοιλίας, κοιλιακό άλγος, «φούσκωμα» μετά τα γεύματα που περιέχουν γάλα και διάρροια.
Πόσο συχνή είναι η δυσανεξία στη λακτόζη;
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ιδιαίτερα συχνή και χωρίζεται σε δευτερογενής και πρωτοπαθής. Η δευτερογενής είναι πολύ πιο συχνή και εμφανίζεται ανά πάσα στιγμή μετά τα 3 έτη ζωής δηλαδή μετά τον απογαλακτισμό του παιδιού, όπου η παρουσία του ενζύμου λακτάση σταδιακά σβήνει από τον βλεννογόνου του λεπτού εντέρου. Έτσι η πλειοψηφία των ενηλίκων ανά τον κόσμο έχει έλλειψη της λακτάσης. Η συχνότητα της δυσανεξίας στη λακτόζης στην Ευρώπη υπολογίζεται σε ποσοστό 20% με μεγαλύτερη συχνότητα στη Νότια Ευρώπη σε σχέση με τη Βόρειο Ευρώπη. Στην Αφρική και Ασία η δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζεται σε υψηλά ποσοστά 65-90%.
Συχνά η έλλειψη της λακτάσης προκαλείται από την καταστροφή του βλεννογόνου μετά από οξεία γαστρεντερίτιδα, αλλά και μετά από χρόνιες παθήσεις του εντέρου, όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου. Η συχνότητα της δευτεροπαθούς δυσανεξίας στη λακτόζη σε παιδιά μετά από γαστρεντερίτιδα από ροταϊό υπολογίζεται σε ποσοστό έως 13%.
Η πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη (αλακτασία) είναι πάρα πολύ σπάνια διεθνώς και εμφανίζεται μετά τη γέννηση με βαρειά διάρροια μετά την πρώτη σίτιση με γάλα και οδηγεί σε αφυδάτωση.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Το πιο συχνό τεστ που χρησιμοποιείται για την διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι η μέτρηση του pH των κοπράνων που είναι όξινα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις ηλικίες παιδιών. Πιο ειδική εξέταση είναι το τεστ αναπνοής μέσω μέτρησης υδρογόνου στον εισπνεόμενο αέρα που μπορεί να γίνει σε παιδιά > 6 ετών εφόσον απαιτεί συνεργασία του μικρού ασθενούς.
Πώς αντιμετωπίζεται η δυσανεξία στη λακτόζη;
Η δυσανεξία στη λακτόζη στα βρέφη και νήπια είναι παροδική και οφείλεται κυρίως στην καταστροφή των λαχνών του βλεννογόνου του εντέρου μετά από λοίμωξη. Στις περιπτώσεις αυτές χορηγείται γάλα χωρίς λακτόζη (LF) και ειδικές κρέμες χωρίς λακτόζη για 3-4 εβδομάδες, διάστημα που απαιτείται για την αποκατάσταση των εντερικών λαχνών και της λακτάσης. Τα γάλατα αυτά περιέχουν συνήθως πολυμερή γλυκόζης και άμυλο αραβοσίτου.
Μετά από αυτό το διάστημα η λακτόζη εισάγεταισταδιακά στη δίαιτα του βρέφους, αφού ενισχύει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο και συμβάλλει στην ανάπτυξη των οστών.
Σε μεγαλύτερα παιδιά, συστήνεται γάλα με μειωμένη κατά 70% ή χωρίς καθόλου λακτόζη και συχνά μικρά γεύματα από κίτρινα τυριά και γιαούρτι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα κίτρινα τυριά και το γιαούρτι είναι καλύτερα ανεκτά από το γάλα, λόγω της χαμηλότερης περιεκτικότητας σε λακτόζη σε σχέση με το φρέσκο γάλα και τηςσταδιακής τους μετάβασης από το στομάχι στο λεπτό έντερο.
Σε παιδιά που δεν μπορούν να πιούν τα ειδικά γάλατα χωρίς λακτόζη, μπορεί να χρησιμοποιηθούν σταγόνες λακτάσης που προστίθενται στο κανονικό γάλα και κυκλοφορούν στο εξωτερικό. Επίσης υπάρχουν δισκία λακτάσηςπου λαμβάνονται πριν τα γεύματα που περιέχουν λακτόζη.
Σε περιπτώσεις που η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται σε χρόνια εντεροπάθεια π.χ κοιλιοκάκη , ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, αλλεργική εντεροπάθεια χρειάζεται θεραπεία της υποκείμενης νόσου για τη βελτίωση των εντερικών λαχνών και των συμπτωμάτων του παιδιού.