section-b8d694c

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Το βάρος και το ύψος του κάθε παιδιού παρακολουθείται τακτικά σε κάθε επίσκεψη από τον παιδίατρο και πρέπει να καταγράφεται στην καμπύλη ανάπτυξης.  Εάν το βάρος του βρέφους ή παιδιού βρίσκεται κάτω από την 3η εκατοστιαία θέση ή εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει απώλεια βάρους με πτώση κάτω από 2 εκατοστιαίες θέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα, τότε θα πρέπει να διερευνηθεί τι προκαλεί αυτή την απώλεια βάρους. Χρειάζεται όμως προσοχή διότι περίπου 25% από τα υγιή τελειόμηνα βρέφη έχουν σταδιακή πτώση 2 εκατοστιαίων θέσεων από τη γέννηση μέχρι 2 ετών, κάτι που θεωρείται φυσιολογική διαδικασία ανάπτυξης του παιδιού. Στα πρόωρα βρέφη είναι φυσιολογικό να διορθώνεται το βάρος του σώματος ανάλογα με την ηλικία κυήσεως μέχρι τους 24 μήνες και  το μήκος σώματος μέχρι τους 40 μήνες ζωής.
Τα αίτια στασιμότητας βάρους κατατάσονται σε οργανικά και μή οργανικά.  Τα συχνότερα μη οργανικά αίτια αφορούν μειωμένη δυνατότητα προσφοράς θερμίδων είτε λόγω οικονομικών δυσκολιών στην οικογένεια, είτε λόγω λάθους  στον τρόπο σίτισης όπως χορήγηση αραιωμένου γάλατος, ή μεγάλης ποσότητας χυμών.  Η χορτοφαγία στην παιδική ηλικία, και κοινωνικο- πολιτισμικές συνήθειες μπορεί να στερήσουν θερμίδες και ιχνοστοιχεία απαραίτητα για την σωστή ανάπτυξη του παιδιού.  Σε άλλες περιπτώσεις υπάρχει άρνηση σίτισης του βρέφους ή παιδιού που μπορεί να προκαλείται είτε από διαταραχή της σχέσης παιδιού και γονέων, πρόσφατο στρες, χωρισμό ή θάνατο στο οικογενειακό περιβάλλον. Τα συχνότερα οργανικά αίτια που προκαλούν απώλεια βάρους αφορούν παθήσεις που προκαλούν μειωμένη πρόσληψη τροφής και απώλεια θερμίδων από το πεπτικό.  Υπάρχουν επίσης νοσήματα που προκαλούν αυξημένη κατανάλωση θερμίδων.
Συχνά στα υγιή παιδιά, οι συστηματικές λοιμώξεις δημιουργούν ανορεξία.  Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις, η όρεξη του παιδιού βελτιώνεται με την πάροδο της νόσου.  Σε μερικές περιπτώσεις, ιογενείς λοιμώξεις προσβάλλουν τον οισοφάγο και το στοματοφάρυγγα προκαλώντας οδυνοφαγία και δυσκολία κατάποσης.  Στα βρέφη, συχνό αίτιο άρνησης τροφής αποτελεί η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.  Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή του οισοφάγου, πόνο κατά την κατάποση και τελικά σε άρνηση τροφής.  Σε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση ή νευρολογικά προβλήματα μπορεί να υπάρχει δυσσυνέργεια στοματοφαρυγγικών μυών που δυσκολεύει την μάσηση, κατάποση και τελικά την απαραίτητη λήψη τροφής. Η καταγραφή των ημερήσιων γευμάτων του παιδιού επί τρείς μέρες, είναι σημαντική για τον προσδιορισμό των θερμίδων που προσλαμβάνει, για να εκτιμηθεί εάν είναι αρκετές για την αναπτυξή του.
Σε μικρά βρέφη, η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και η δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών (δηλαδή πρωτεϊνών, λιπιδίων και υδατανθράκων) από το έντερο προκαλούν κύρια αίτια στασιμότητας βάρους.   Η δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών από το έντερο, συμβαίνει όταν υπάρχει φλεγμονή του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις μετά από ιογενή γαστρεντερίτιδα, σε περιπτώσεις αλλεργίας στο γάλα αγελάδος και κοιλιοκάκης (δυσανεξία στη γλουτένη, βασικό συστατικό στο σιτάρι, το κριθάρι, την βρώμη, τη σύκαλη).  Η κυστική ίνωση και η νεογνική ηπατίτιδα αποτελούν επίσης αίτια δυσαπορρόφησης λιπιδίων λόγω δυσλειτουργίας του παγκρέατος και του ήπατος αντίστοιχα.  Σε μεγαλύτερα παιδιά, στα αίτια διερεύνησης στασιμότητας βάρους προστίθεται και η ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (χρόνια κολίτιδα).  Τα παιδιά με ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, εμφανίζουν βλεννοαιματηρές κενώσεις, απώλεια βάρους καθώς και μειωμένη σωματική ανάπτυξη που συχνά προυπάρχει των βλεννοαιματηρών κενώσεων. Είναι λοιπόν σημαντικό τα παιδιά με στασιμότητα βάρους να εξετάζονται από παιδογαστρεντερολόγο για να διερευνηθούν όλα τα παραπάνω αίτια.
Είναι αυτοάνοση νόσος που αφορά ένα σημαντικό μέρος του γενικού πληθυσμού.  Σύμφωνα με τελευταίες μελέτες, η συχνότητα της κοιλιοκάκης είναι μεγαλύτερη από ότι είχε αρχικά αναφερθεί, δηλαδή 1: 133 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και 1: 112 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Στοιχεία γαι την ακριβή συχνότητα της κοιλιοκάκης στην Ελλάδα δεν υπάρχουν. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει αυξημένη συχνότητα σε συγγενείς ατόμων με κοιλιοκάκη, σε άτομα με χαμηλό ύψος, αναιμία, αυξημένες τρανσαμινάσες, κόπωση, σύνδρομο Down.  Προκαλείται από αλλεργία στη γλουτένη, ένα συστατικό που περιέχεται στα δημητριακά, το σιτάρι, το κριθάρι, τη σύκαλη και τη βρώμη.   Η κοιλιοκάκη προκαλεί διάρροια, απώλεια βάρους και κοιλιακή διάταση μόλις λίγους μήνες μετά την έναρξη των δημητριακών (φαρίν λακτέ, μπισκοτόκρεμα) στα βρέφη.  Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την μέτρηση ειδικών αντισωμάτων στον ορό και την γαστροσκόπηση όπου λαμβάνονται βιοψίες λεπτού εντέρου. Η θεραπεία γίνεται με αποφυγή της γλουτένης στη δίαιτα εφ΄όρου ζωής.
Η ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (ΙΦΝΕ) απότελεί αυτοάνοση νόσο όπου το παιδί εμφανίζει αντισώματα έναντι του βλενογόννου του παχέος εντέρου (σε περιπτώσεις ελκώδους κολίτιδας) ή έναντι του βλενογόννου όλου του πεπτικού σωλήνα (σε περιπτώσεις νόσου Crohn) .  Περίπου 25-30% των ασθενών με ΙΦΝΕ εμφανίζουν τα πρώτα συμπτώματα στην παιδική και εφηβική ηλικία.  Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται η ΙΦΝΕ στην παιδική ηλικία έχει αυξηθεί τα 10 τελευταία χρόνια, ενώ η επίπτωση στον γενικό πληθυσμό είναι 0.1-4.6 ανά 100,000 παιδιά για την νόσο Crohn και 0.5 με 3.2 ανά 100,000 παιδιά για την ελκώδη κολίτιδα.  Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, περίπου 1 εκατομμύριο ενήλικες και 100,000 παιδιά πάσχουν από ΙΦΝΕ.  Η συχνότητα είναι αυξημένη σε παιδιά που έχουν οικογενειακό ιστορικό ΙΦΝΕ σε συγγενή πρώτου βαθμού γεγονός που υποδηλώνει γενετική προδιάθεση της νόσου. Τα πιο κοινά κλινικά συμπτώματα στα παιδιά με ΙΦΝΕ είναι το κοιλιακό άλγος, η διάρροια, η αιμορραγία από το κατώτερο πεπτικό, η απώλεια βάρους, η κακουχία και ο λήθαργος. Άλλα αναφερόμενα συμπτώματα είναι  ο πυρετός,  η δυστροφία, ναυτία / εμετοί, τα ψυχιατρικά νοσήματα, οι αρθραλγίες, το οζώδες ερύθημα, η δευτεροπαθής αμηνόρροια, η καθυστέρηση της ήβης και η περιπρωκτική νόσος.  Περίπου 10-40% των παιδιών με ΙΦΝΕ εμφανίζουν μειωμένη σωματική ανάπτυξη και καθυστέρηση της ήβης κατά την αρχική διάγνωση, αφού η νόσος προκαλεί ανορεξία, δυσαπορρόφηση θερμίδων, αυξημένη κατανάλωση ενέργειας, και απώλεια βιταμινών και ιχνοστοιχείων από το έντερο, σε μια περίοδο όπου είναι σημαντική για την σωματική διάπλαση. Η μεγαλύτερη μέριμνα του παιδιάτρου, πέραν της βελτίωσης των συμπτωμάτων του εντέρου, είναι η διατήρηση της φυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού και η επίτευξη του γενετικά αναμενόμενου τελικού ύψους του.   Η διάγνωση της ΙΦΝΕ απαιτεί εργαστηριακές εξετάσεις αίματος, γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση, καθώς και ειδικές ακτινολογικές εξετάσεις.  Η θεραπεία βασίζεται σε φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου και διατροφική υποστήριξη του παιδιού.  
Οι καθημερινές ανάγκες σε θερμίδες διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία του παιδιού.  Τα βρέφη μέχρι 6 μηνών χρειάζονται περίπου 650 kcal την ημέρα, ενώ από 6-12 μηνών 850 kcal.  Από 1 έτους όμως οι καθημερινές θερμίδες αυξάνουν σε 1300 kcal, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά 4-10 ετών απαιτούνται 1800-2000 kcal την ημέρα.  Στην εφηβεία, και στα παιδιά που αθλούνται συστηματικά απαιτούνται ακόμα πιο πολλές θερμίδες από 2200 μέχρι 2800 Kcal την ημέρα.
Τα παιδιά με συστηματικές λοιμώξεις, ουρολοιμώξεις, καρδιακά νοσήματα, πνευμονοπάθεια και χρόνια νεφροπάθεια έχουν αυξημένη ανάγκη θερμίδων λόγω των αυξημένων μεταβολικών αναγκών. Επίσης περισσότερες θερμίδες και πρωτεΐνη απαιτείται μετά από βαρειές χειρουργικές επεμβάσεις από αυτές που απαιτούνται για την ανάπτυξη στην αντίστοιχη ηλικία.  
Καταρχήν χρειάζεται ένα καλό ιστορικό που να περιλαμβάνει το ιστορικό γέννας (συγγενείς λοιμώξεις, λήψεις φαρμάκων), το οικογενειακό και κοινωνικό ιστορικό. Έπειτα χρειάζεται καταγραφή της δίαιτας του παιδιού για τρείς μέρες για να μετρηθούν επακριβώς οι θερμίδες που προσλαμβάνει ημερησίως.  Πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσον το παιδί α) πίνει μεγάλη ποσότητα ροφημάτων πλούσιων σε θερμίδες αλλά χαμηλών σε άλλα θρεπτικά συστατικά (π.χ. χυμών), β) πόσα γεύματα κάνει  την ημέρα, γ) ποιός δίνει τα γεύματα, δ) εάν υπάρχει πνίξιμο ή εμετός μετά τα γεύματα και ε) εάν υπάρχουν συμπτώματα τροφικής αλλεργίας. Στα μικρά βρέφη καταγράφεται η διάρκεια και η συχνότητα του μητρικού θηλασμού και ο χρόνος αρχικής χορήγησης της στερεάς τροφής. Παράλληλα, απαιτείται εργαστηριακός έλεγχος και ανάλογα με τα συμπτώματα μπορεί να χρειαστεί ακτινολογικός έλεγχος και γαστροσκόπηση ή και κολονοσκόπηση για να προσδιοριστεί η ακριβής διάγνωση.   Η  αντιμετώπιση της στασιμότητας βάρους γίνεται καλύτερα θεραπεύοντας την υποκείμενη νόσο.  Η συμπληρωματική χορήγηση θερμίδων είναι απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις, ενώ απαιτείται παρακολούθηση του βρέφους ή του παιδιού κατά τακτικά χρονικά διαστήματα για την μέτρηση του βάρους και ύψους και την τοποθέτηση τους στην καμπύλη ανάπτυξης του.
Η χορήγηση βιταμινών δεν έχει θέση στα υγιή παιδιά, διότι προσλαμβάνουν τις απαραίτητες βιταμίνες από την καθημερινή διατροφή τους, εφόσον αυτή περιλαμβάνει τις σωστές ποσότητες γαλακτοκομικών, λαχανικών και φρούτων, δημητριακών και ψωμιού και πρωτεϊνών (ποικιλία κρέατος, πουλερικών, αυγών, ψαριών).  Σε ορισμένες παθήσεις του εντέρου, χρειάζονται επιπλέον βιταμίνες λόγω της δυσαπορρόφησής τους από το έντερο  Επιπλέον βιταμίνες περιέχονται σε όλα τα υποαλλεργικά και υπερθερμιδικά γάλατα καθιστώντας σε μερικές περιπτώσεις το συμπλήρωμα βιταμινών περιττά.