Η ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (ΙΦΝΕ) απότελεί αυτοάνοση νόσο όπου το παιδί εμφανίζει αντισώματα έναντι του βλενογόννου του παχέος εντέρου (σε περιπτώσεις ελκώδους κολίτιδας) ή έναντι του βλενογόννου όλου του πεπτικού σωλήνα (σε περιπτώσεις νόσου Crohn) . Περίπου 25-30% των ασθενών με ΙΦΝΕ εμφανίζουν τα πρώτα συμπτώματα στην παιδική και εφηβική ηλικία. Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται η ΙΦΝΕ στην παιδική ηλικία έχει αυξηθεί τα 10 τελευταία χρόνια, ενώ η επίπτωση στον γενικό πληθυσμό είναι 0.1-4.6 ανά 100,000 παιδιά για την νόσο Crohn και 0.5 με 3.2 ανά 100,000 παιδιά για την ελκώδη κολίτιδα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, περίπου 1 εκατομμύριο ενήλικες και 100,000 παιδιά πάσχουν από ΙΦΝΕ. Η συχνότητα είναι αυξημένη σε παιδιά που έχουν οικογενειακό ιστορικό ΙΦΝΕ σε συγγενή πρώτου βαθμού γεγονός που υποδηλώνει γενετική προδιάθεση της νόσου.
Τα πιο κοινά κλινικά συμπτώματα στα παιδιά με ΙΦΝΕ είναι το κοιλιακό άλγος, η διάρροια, η αιμορραγία από το κατώτερο πεπτικό, η απώλεια βάρους, η κακουχία και ο λήθαργος. Άλλα αναφερόμενα συμπτώματα είναι ο πυρετός, η δυστροφία, ναυτία / εμετοί, τα ψυχιατρικά νοσήματα, οι αρθραλγίες, το οζώδες ερύθημα, η δευτεροπαθής αμηνόρροια, η καθυστέρηση της ήβης και η περιπρωκτική νόσος. Περίπου 10-40% των παιδιών με ΙΦΝΕ εμφανίζουν μειωμένη σωματική ανάπτυξη και καθυστέρηση της ήβης κατά την αρχική διάγνωση, αφού η νόσος προκαλεί ανορεξία, δυσαπορρόφηση θερμίδων, αυξημένη κατανάλωση ενέργειας, και απώλεια βιταμινών και ιχνοστοιχείων από το έντερο, σε μια περίοδο όπου είναι σημαντική για την σωματική διάπλαση. Η μεγαλύτερη μέριμνα του παιδιάτρου, πέραν της βελτίωσης των συμπτωμάτων του εντέρου, είναι η διατήρηση της φυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού και η επίτευξη του γενετικά αναμενόμενου τελικού ύψους του.
Η διάγνωση της ΙΦΝΕ απαιτεί εργαστηριακές εξετάσεις αίματος, γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση, καθώς και ειδικές ακτινολογικές εξετάσεις. Η θεραπεία βασίζεται σε φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου και διατροφική υποστήριξη του παιδιού.