ΤΕΣΤ ΓΙΑ ΔΥΣΑΝΕΞΙΑ ΣΤΗ ΛΑΚΤΟΖΗ
Η πιο συνηθισμένη εξέταση που χρησιμοποιείται για να μετρήσει την απορρόφηση της Λακτόζης στο πεπτικό σύστημα είναι το Τεστ δυσανεξίας στη Λακτόζη, το Τεστ αναπνοής υδρογόνου και το Τεστ οξύτητας των κοπράνων. Οι εξετάσεις αυτές μπορούν να γίνουν σε νοσοκομείο, σε κλινική ή στο γραφείο του ιατρού, χωρίς νοσηλεία του εξεταζόμενου.
Το Τεστ δυσανεξίας στη Λακτόζη ξεκινά με νηστεία του εξεταζόμενου. Στη συνέχεια, ακολουθεί η εξέταση με κατάποση υγρών στα οποία περιέχεται λακτόζη. Σε διάρκεια δύο ωρών συλλέγονται αιματολογικά δείγματα για τη μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης, τα οποία δείχνουν την δυνατότητα που έχει το σώμα να χωνέψει τη Λακτόζη.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όταν η Λακτόζη φτάνει στο πεπτικό σύστημα, το ένζυμο Λακτάση διασπά τη Λακτόζη σε Γλυκόζη και Γαλακτόζη. Έπειτα, το ήπαρ μετατρέπει τη Γαλακτόζη σε Γλυκόζη, η οποία εισέρχεται στο κυκλοφορικό αυξάνοντας τα επίπεδα Γλυκόζης του αίματος. Αν η Λακτόζη δεν διασπάται όπως πρέπει, τα επίπεδα της Γλυκόζης δεν αυξάνονται. Έτσι επιβεβαιώνεται η διάγνωση της δυσανεξίας στη Λακτόζη.
Το Τεστ υδρογόνου αναπνοής μετρά την ποσότητα υδρογόνου που υπάρχει στην αναπνοή. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, πολύ μικρή ποσότητα υδρογόνου ανιχνεύεται στην αναπνοή. Η Λακτόζη που δεν έχει υποστεί πέψη στο κόλον ζυμώνεται από βακτήρια και παράγονται διάφορα αέρια, στα οποία περιλαμβάνεται και το υδρογόνο. Το υδρογόνο απορροφάται από τα έντερα, μεταφέρεται μέσω του κυκλοφορικού στους πνεύμονες και αποβάλλεται δια της αναπνοής. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο εξεταζόμενος πίνει ένα ρόφημα Λακτόζης, και η αναπνοή αναλύεται με διαλείμματα. Τα αυξημένα επίπεδα του υδρογόνου στην αναπνοή, δείχνουν ανεπαρκή πέψη της Λακτόζης. Συγκεκριμένες τροφές, φάρμακα και τσιγάρα μπορεί να επηρεάζουν την ακρίβεια του Τεστ, γι’ αυτό θα πρέπει να αποφευχθούν πριν την πραγματοποίηση αυτού. Το Τεστ αυτό εφαρμόζεται τόσο σε ενήλικες όσο και σε ανήλικους.